DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
ενισχυμένη πλειοψηφία reinforced majority
ενισχυμένη προενταξιακή στρατηγική enhanced pre-accession strategy
ενισχυμένη ράχη (προκειμένου για διαβατήρια) reinforced spine
ενισχυμένη συνεργασία closer cooperation
Ενισχυμένη υποστήριξη της οικοδόμησης ικανοτήτων της Αφρικής για την πρόληψη, διαχείριση και διευθέτηση των συγκρούσεων European Union concept for strengthening African capabilities for the prevention, management and resolution of conflicts
ενισχυμένο καθεστώς για το Κοσσυφοπέδιο an enhanced status for Kosovo
ενισχυμένο συγκρότημα μάχης battlegroup package
ενισχυμένος βασικός πυρήνας key nucleus reinforced
ενισχυμένος διάλογος στον τομέα της ασφάλειας EU-US Enhanced Security Dialogue
ενισχυμένος διάλογος στον τομέα της ασφάλειας Enhanced EU-US Dialogue on Transport and Border Security
ενισχυμένος διάλογος στον τομέα της ασφάλειας Enhanced Security Dialogue
ενισχυόμενες περιοχές assisted areas
ενισχύσεις αναπροσαρμογής re-adaptation aids
ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας aid for continued operation
ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας operating aid
ενισχύσεις για τα έξοδα λειτουργίας operating subsidy
ενισχύσεις για τη συντήρηση maintenance aid
ενισχύσεις για τη συντήρηση maintenance assistance
ενισχύσεις σχεδίων και προγραμμάτων aid for projects and programmes
ενισχύσεις σχεδίων και προγραμμάτων project and programme aid