Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Health care
(11452 entries)
ατομικό δοσίμετρο
personal dosemeter
ατομικό δοσίμετρο
personal noise monitor
ατομικό δοχείο
individual container
ατομικός εξοπλισμός για την αποφυγή των πτώσεων
personal fall protection equipment
άτομο το οποίο φέρει τον ιό
HIV seropositive person
άτομο το οποίο φέρει τον ιό
HIV-positive person
άτομο εκτιθέμενο σε ακτινοβόληση λόγω της επαγγελματικής του απασχολήσεως
employed person occupationally exposed
άτομο εκτιθέμενο σε ακτινοβόληση λόγω της επαγγελματικής του απασχολήσεως
exposed employee
άτομο κανονικής ακοής
normal listener
άτομο κανονικής ακοής
normally hearing person
άτομο με ακρωτηριασμένο χέρι
hand amputee
άτομο με ακρωτηριασμένο χέρι
handless person
άτομο με αναπηρία όρασης
visually impaired person
άτομο με προβλήματα όρασης
visually impaired person
άτομο μειωμένης κινητικότητας
person with a locomotor disability
άτομο που αντιδρά θετικά στην ορολογική ανίχνευση
persons with a positive serology
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως
intravenous drug abuse
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως
intravenous drug user
ατροφία των μυών
muscular atrophy
ατροφική ρινίτιδα του χοίρου
atrophic rhinitis of swine
Get short URL