DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (16019 entries)
ατομική επιχείρηση sole proprietorship
ατομική ιδιοκτησία private property
άτομο με διανοητική μειονεξία mentally disabled
άτομο με ειδικές ανάγκες disabled person
άτομο με σωματική μειονεξία physically disabled
άτομο μόνιμα εγκατεστημένο person permanently settled
άτομο που απουσιάζει προσωρινά person temporarily absent
άτομο που έχει εργαστεί με μειωμένο ωράριο σ όλη τη διάρκεια του έτους person who does part-time work throughout the year
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση carer
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση informal carer
άτυπη μορφή εργασίας non-standard employment
άτυπη οικονομία informal economy
άτυπος τομέας απασχόλησης informal sector
άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις informal competition or direct negotiations
ατύχημα κατά τη μεταφορά transport accident
ατυχήματα στο σπίτι accident in the home
αvάλυση ευαισθησίας sensitivity analysis
αβασίλευτη δημοκρατία republic
αβέβαιο κέρδος contingent profit
αβέβαιο κέρδος wind-fall profit