DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
σταθεροποιητικά μέσα stabilization means
σταθεροποίηση phlegmatization
σταθεροποίηση του πυραύλου rocket stabilisation
σταθερός εκτοξευτής fixed launching pad
σταθερός ζεύξεως point-to-point
σταθερός ιχνηθέτης stable tracer
σταθερός φάρος fixed light
στάθμη της θάλασσας sea level
στάθμη αβεβαιότητας uncertainty level
στάθμη λόγου speech level
στάθμη μολύνσεως του κελύφους level of hull contamination
σταθμίζω weight
Σταθμική μέθοδος Gravimetric method
Σταθμική μέθοδος θειικού βαρίου Barium sulphate gravimetric method
σταθμικός μέσος δείκτης weighted average indicator
σταθμοί μέτρησης ακτίνων γάμμα και νετρωνίων neutron/gamma measurement station
σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας power station
σταθμός ακτίνων λέηζερ laser battle station
σταθμός ανασκόπησης με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή computer assisted review station
σταθμός ανίχνευσης tracking station