DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
αμεταλλικό σύστημα ametallic system
αμεταλλικός χαρακτήρας non-metallic character
Αμεθοδικός Amethodic
αμείβομαι ημερησίως ή κατά μήνα be paid by the day or by the month
αμειψισπορά alternation of crops
αμειψισπορά crop rotation
αμειψισπορά rotation
αμέλεια negligence
αμερικανή american
αμερικανική american
αμερικάνικη γροθιά knuckleduster
Αμερικανική εταιρεία δοκιμών υλικών ASTM International
Αμερικανική Συνδιάσκεψη Κρατικών Υγιεινολόγων της Εργασίας American Conference of Governmental Industrial Hygienists
αμερικανικό american
αμερικανικός american
Αμερικανο-ελληνική πρωτοβουλία για την τεχνολογική συνεργασία με τα Βαλκάνια the United States-Greek Initiative for Technological Cooperation with the Balkans
αμερικανός american
αμερική america
αμερόληπτη αξιολόγηση impartial evaluation
αμερόληπτος μηχανισμός εποπτείας impartial surveillance mechanism