Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Mechanic engineering
(24157 entries)
οδηγός συρματοσχοίνου συστήματος ελέγχου
control fairlead
οδηγός συρόμενης πόρτας
door track
οδηγός σωλήνας του άξονα κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως
control rod drive shaft guide tube
οδηγός σωλήνας ράβδου ρυθμίσεως
control rod guide thimble
οδηγός σωλήνας ράβδου ρυθμίσεως
guide thimble
οδηγός σωλήνας ράβδου ρυθμίσεως
guide tube
οδηγός χειρολισθήρα
handrail guide
οδηγός ωστηρίου βαλβίδας
lifter guide
οδηγός ωστηρίου βαλβίδας
tappet guide
οδηγός-τροχός
handwheel
οδηγός-τροχός
steering wheel
οδηγούμενη πλάκα
driven plate
οδηγούμενο
driven
οδηγούμενο
led
οδηγούμενο
operated
οδηγούμενο φορτίο
guided load
οδηγώ διέλευση συρματοσχοίνων
be routed
οδηγώ στις σταθερές συνθήκες λειτουργίας
bring to a steady-state
οδόντες βραχείας και μακράς κεφαλής
long-and short-addendum teeth
οδόντες εξειλιγμένης
involute gear teeth
Get short URL