Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3683 entries)
ξηραντής ξύλου
kiln drier
ξυλογλύπτης
wood carver
ξυλογλύπτης
wood sculptor
ξυλογλύφος και ξυλογλύπτης
wood carver
ξυλογλύφος και ξυλογλύπτης
wood sculptor
ξυλοδέτης
shaftsman
ξυλοδέτης επιφανείας ορυχείων
timberer
ξυλοδέτης υπογείων στοών
timberer
ξυλοδέτης υπογείων στοών
tunnel miner
ξυλοδέτης-τοποθετητής μεταλλικών υποστηλώσεων ορυχείων
shaft liner
ξυλοκόπος γενικά
tree feller
ξυλουργός
cabinet maker
ξυλουργός βιομηχανικών εγκαταστάσεων
joiner
ξυλουργός κουφωμάτων
carpenter and joiner
ξυλουργός ναυπηγείου
ship joiner
ξυλουργός οικοδομών
carpenter
ξυλουργός ορυχείου
carpenter
ο αριθμός,η αμοιβή και η κατανομή των θέσεων
the number, remuneration and distribution of posts
όγκος αέρα
air space
οδεύσεις διαφυγής
escape ways
Get short URL