DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Business (550 entries)
ο πτωχεύσας the bankrupt
οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις; οικονομική και νομισματική εξέλιξη economic and monetary trends
οικονομική διακύμανση fluctuation in value
οικονομική διακύμανση variation in value
οικονομική διαχείριση των επιχειρήσεων financial management of undertakings
Ομάδα "Δίκαιο των εταιριών" (Δεύτερη οδηγία) Working Party on Company Law (Second Directive)
Ομάδα Ακολούθων "Δίκαιο των εταιρειών" Company Law Attachés
ομάδα συγγενών επιχειρήσεων associated group of undertakings
Ομάδα Υψηλού Επιπέδου Εμπειρογνωμόνων για το Εταιρικό Δίκαιο High-Level Group of Company Law Experts
Ομάδα Υψηλού Επιπέδου Εμπειρογνωμόνων για το Εταιρικό Δίκαιο Winter Group
ομολογίες και άλλα χρεώγραφα σταθερής απόδοσης debt securities and other fixed-income securities
ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως του δημοσίου debt securities including fixed-income securities issued by public bodies
ομόρρυθμη εταιρεία general partnership
ομόρρυθμος εταιρεία partnership
ονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας (όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία) nominal value or, in the absence of a nominal value
όποιος έχει καταγγείλει δυσλειτουργίες whistleblower
Οργανισμός απενσωμάτωσης και (ηλεκτρονικής) διαχείρισης αξιογράφων (ή κινητών αξιών) a central body, the function of which is to dematerialize and (electronically) manage transferable securities
ορθολογική εμπορική εκτίμηση reasonable commercial assessment
οριακή τιμή reserve price
όριο (εκφρασμένο με αριθμούς) limit