DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Statistics (9422 entries)
Κ-αναλογία τ-δοκιμή Kounias' inequality
κ-στατιστικό k-statistics
κτηνοτροφικά γογγύλια turnip for stock-feeding
κτηνοτροφικά ζαχαρότευτλα fodderbeet
κτηνοτροφικά καρότα carrot for stock-feeding
κτηνοτροφικά λάχανα fodder kail
κτηνοτροφικά λάχανα fodder kale
κτηνοτροφικά λάχανα forage kale
κτηνοτροφικό λάχανο fodder kail
κτηνοτροφικό λάχανο fodder kale
κτηνοτροφικό λάχανο forage kale
κτηνοτροφικός αραβόσιτος green maize
κατ'εκτίμηση αξία estimate
κατ'οίκον απασχολούμενος homeworker
κατ'οίκον απασχολούμενος outworker
κατά επάγγελμα κατανομή του πληθυσμού occupational classification of the population
κατά κεφαλή εισόδημα per capita income
κατά μέγεθος των κοινοτήτων by size classes of communities
κατά μέσο όρο την προστασία της ποιότητας average quality protection
κατά μέσον όρο απόστασση διαδρομής average trip length