Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3683 entries)
εθνική σύμβαση
nation-wide agreement
εθνική συμφωνία
National Understanding
Εθνική Υπηρεσία Απασχολήσεως
National Employment Agency
Εθνική υπηρεσία συνδιαλλαγής
National Conciliation Office
Εθνικό Ταμείο Απασχόλησης
National Employment Fund
εθνικό πρόγραμμα δράσης για την απασχόληση
National Action Plan for Employment
εθνικό πρόγραμμα δράσης για την απασχόληση
National employment Action Plan
εθνικό συμβούλιο εργασίας
National Labour Council
εθνικός οργανισμός απασχόλησης
national employment agency
ειδικά επαγγελματικά προσόντα
process-linked skill
ειδικά ερμητικά γυαλιά προστασίας
gas tight goggles
ειδικές φόρμες ολοκληρωτικής προστασίας
protective suit
ειδικευμένο εργατικό δυναμικό
skilled manpower
ειδικευμένο εργατικό δυναμικό
skilled workers
ειδικευμένος εργαζόμενος
skilled worker
ειδικευμένος μεταλλορύχος
cageman
ειδική επαγγελματική πείρα
special experience
ειδική επιφάνεια στήριξης
special standing surface
ειδική οπτική οθόνη προστασίας μεταλλουργού
welding filter
ειδική οπτική οθόνη προστασίας μεταλλουργού
welding lens
Get short URL