DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Labor law (3683 entries)
υπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα accomodated employee
υπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα lodged employee
υπάλληλος ενδεδειγμένου επιπέδου staff of an appropriate level
υπάλληλος λογιστηρίου book-keeper
υπάλληλος με βάρδιες relief clerk
υπάλληλος με βάρδιες relief employee
υπάλληλος με σύμβαση employee working under contract
υπάλληλος μόνιμος sedentary employee
υπάλληλος που έχει στερηθεί με τον τρόπο αυτό της θέσεως του official retired
υπάλληλος που παραλαμβάνει υπηρεσία από τον προηγούμενό του relief clerk
υπάλληλος που παραλαμβάνει υπηρεσία από τον προηγούμενό του relief employee
υπάλληλος σε μόνιμη θέση sedentary employee
υπάλληλος σε οργανική θέση regular clerk
υπάλληλος σε οργανική θέση regular employee
υπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού careers guidance officer
υπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού vocational guidance officer
υπάλληλος υπηρεσίας πληρωμών wages clerk
υπάλληλος υποδοχής hotel receptionist
υπεργολαβία contract rate
υπεργολαβία job rate