DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Forestry (3055 entries)
στιβαγμένα καυσόξυλα cord wood
στιβαγμένα καυσόξυλα όγκου 3, 62 κ.μ. corded wood
στιβάδα bottom layer
στίγμα position
στις παρυφές του δρόμου roadside
στοίβα κορμοτεμαχίων stack of logs
στοίβαγμα stack
στοιβαγμένο φορτίο heaped load
στοιβάδα stack of logs
στοιβαζόμενη ξυλεία stacked wood
στοιβάζω σε σωρό pile
στοιβάζω σε σωρό to pile in stacks
στοίβαξις με στρώσιν καλύψεως overhang
στοίβαξις με στρώσιν καλύψεως pitch
στοιβασία stack
στόμιο λίπανσης grease nipple
στρεβλή warped timber
στρεβλό crooked
στρεβλότητα crookedness
στρεβλωμένο crooked