DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Finances (25413 entries)
πάγιο δάνειο annuity
πάγιο δάνειο gilt
πάγιο δάνειο gilt-edged security
πάγιο ενεργητικό fixed asset
πάγιο ποσό με μηδενικό δασμό zero-duty amount
πάγιο πρόστιμο fixed penalty
παγιοποιημένη δασμολογική κλάση bound tariff item
παγιοποιημένος δασμολογικός συντελεστής bound customs duty
παγιοποιημένος δασμολογικός συντελεστής bound duty rate
παγιοποιημένος δασμολογικός συντελεστής bound rate of duty
παγιοποιημένος δασμολογικός συντελεστής bound duty
παγιοποιημένος δασμός bound duty
παγιοποιημένος δασμός bound rate of duty
παγιοποιημένος δασμός της GATT duty bound under Gatt
παγιοποίηση (του χρέους) debt consolidation
παγιοποίηση ; κεφαλαιοποίηση ; αναχρηματοδότηση funding
παγιοποιώ ένα πίνακα consolidate a list
πάγκος απόθεσης bank of deposit
πάγκος απόθεσης deposit money bank
πάγκος απόθεσης deposit-taking bank