DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Finances (25413 entries)
ίδιος πιστωτικός κίνδυνος own credit risk
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕ GNI-based own resource
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕ GNI-based resource
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕ additional resource
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕ resource based on gross national income
ίδιος πόρος που βασίζεται στον ΦΠΑ VAT-based own resource
ίδιος πόρος που βασίζεται στον ΦΠΑ own resource based on value added tax
ίδιος πόρος που προβλέπεται ότι θα χορηγηθεί στον προϋπολογισμό own resource which may be assigned to the budget
ιδιώτης private individual
ιδιώτης επενδυτής private investor
ιδιωτικά χρεώγραφα καλυμμένα με περιουσιακά στοιχεία ABCP conduit
ιδιωτικά χρεώγραφα καλυμμένα με περιουσιακά στοιχεία asset-backed commercial paper conduit
ιδιωτικές τοποθετήσεις private placements
ιδιωτικές αποθήκες αποταμίευσης private customs warehouses
ιδιωτική τελωνειακή αποθήκη private warehouse
ιδιωτική τοποθέτηση private placement
ιδιωτική τοποθέτηση private placing
ιδιωτική τοποθέτηση με σταθερό επιτόκιο fixed-rate private placement
ιδιωτική ανάληψη private subscription
ιδιωτική αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας private credit rating