DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Labor law (3691 entries)
θύμα εργατικού ατυχήματος person who sustains an accident at work
θυρωροί caretaker
θυρωρός νυκτός night porter
θυρωρός ξενοδοχείου relief porter
ιατρείο infirmary
ιατρική χρήση των ακτίνων Χ medical use of X-rays
ιδιοκτήτης κατασκευαζομένου δομικού έργου main contractor
ιδιωτική εταιρεία εξεύρεσης εργασίας private company exercising placement activities
ιδιωτικό γραφείο ευρέσεως εργασίας private employment office
ιεράρχηση των διαφόρων εργασιών task hierarchy
ιεραρχία συλλογικών συμβάσεων hierarchy of collective agreements
ικανότητα aptitude
ικανότητα βιοπορισμού earning capacity
ικανότητα για σύναψη συλλογικών συμβάσεων capacity to conclude collective agreements
ικανότητα προσαρμογής adaptability
ικανότητα σε απόδοση εργασίας working capacity
ικανότητα υπερφόρτωσης overload capacity
ικανότητα φόρτωσης πάνω από το κανονικό overload capacity
ικανοποιητική κατάσταση της επιφάνειας satisfactory surface condition
ικανοποίηση από την εργασία occupational satisfaction