DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Κ Λ Μ Ν Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ   <<  >>
Terms for subject Business (550 entries)
κατέχω μετοχές ή μερίδια hold shares
κατέχω ως εγγύηση; κατέχω για εγγύηση hold by way of security
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές hold shares
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές the holding of shares
καθαρές πωλήσεις; καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών net turnover
καθαρή λογιστική θέση capital base
καθαρή λογιστική θέση equity
καθαρή λογιστική θέση equity capital
καθαρή λογιστική θέση invested capital
καθαρή λογιστική θέση shareholders' equity
καθαρή περιουσιακή κατάσταση net assets
καθαρή περιουσιακή κατάσταση net worth
καθαρή περιουσιακή κατάσταση owners' equity
καθαρή περιουσιακή κατάσταση shareholders' equity
καθαρή περιουσιακή κατάσταση shareholders' funds
καθαρή περιουσιακή κατάσταση stockholders' equity
καθεστώς των ακυροτήτων της συγχωνεύσεως nullity rules for mergers
κανόνας περί εξουδετέρωσης breakthrough rule
κανόνες αποτίμησης (ή αποτιμήσεως) valuation rules
κάνω ανάληψη (χρημάτων) withdraw