DictionaryForumContacts

   
Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Agriculture (34899 entries)
η χρήση χορτοκοπτικών μηχανών ή εργαλείων μειώνει τις ανάγκες σε εργατικά χέρια hay making machines lessen labour requirements
ηδύοσμος ο πεπερώδης peppermint
ηδύποτο μπανάνας banana brandy
ηδύποτο; λικέρ liqueur
ηδύσαρον το στεφανοφόρο French honeysuckle
ηδύσαρον το στεφανοφόρο Spanish esparcet
ηδύσαρον το στεφανοφόρο sulla
ηδύσαρον το στεφανοφόρο sulla clover
ηδύσαρον το στεφανοφόρο sulla sweetvetch
ηδύσαρον το στεφανωματικόν French honeysuckle
ηδύσαρον το στεφανωματικόν Spanish esparcet
ηδύσαρον το στεφανωματικόν sulla
ηδύσαρον το στεφανωματικόν sulla clover
ηδύσαρον το στεφανωματικόν sulla sweetvetch
ήδυσμα,-τα flavouring foodstuff
ηθελημένη εισαγωγή ενός είδους στη φύση deliberate introduction into the wild
ηθμός γάλακτος milk filter
ηθμός γάλακτος milk strainer
ηλεκτρική αποστείρωση electric sterilisation
ηλεκτρική αρπάγη κόπρου με στρωμνή electric manure grab for loose yard