DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Κ Λ Μ Ν Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ   <<  >>
Terms for subject Business (550 entries)
κατάσταση (που επικρατεί) στον οικονομικό και νομισματικό τομέα economic and monetary situation
κατάστημα που πωλεί "έξυπνες" ψυχοτρόπους ουσίες smart shop
κατάστημα που πωλεί "έξυπνες" ψυχοτρόπους ουσίες smart/herbal shop
κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία mail order business
κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία mail order company
κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία mail order firm
κατάστημα πωλήσεωv με αλληλoγραφία mail order house
κατέχω μετοχές ή μερίδια hold shares
κατέχω ως εγγύηση; κατέχω για εγγύηση hold by way of security
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές hold shares
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχές the holding of shares
καθαρές πωλήσεις; καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών net turnover
καθαρή λογιστική θέση capital base
καθαρή λογιστική θέση equity
καθαρή λογιστική θέση equity capital
καθαρή λογιστική θέση invested capital
καθαρή λογιστική θέση shareholders' equity
καθαρή περιουσιακή κατάσταση net assets
καθαρή περιουσιακή κατάσταση net worth
καθαρή περιουσιακή κατάσταση owners' equity