DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (16053 entries)
άτομο μόνιμα εγκατεστημένο person permanently settled
άτομο που απουσιάζει προσωρινά person temporarily absent
άτομο που έχει εργαστεί με μειωμένο ωράριο σ όλη τη διάρκεια του έτους person who does part-time work throughout the year
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση carer
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση informal carer
άτυπη μορφή εργασίας non-standard employment
άτυπη οικονομία informal economy
άτυπος τομέας απασχόλησης informal sector
άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις informal competition or direct negotiations
ατύχημα κατά τη μεταφορά transport accident
ατυχήματα στο σπίτι accident in the home
αvάλυση ευαισθησίας sensitivity analysis
αβασίλευτη δημοκρατία republic
αβέβαιο κέρδος contingent profit
αβέβαιο κέρδος wind-fall profit
Αβρουζία Abruzzi
αγαθά τα οποία βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα υπό διαμετακομιστικό καθεστώς goods in direct or indirect transit
αγαθά της ομάδας "Υπηρεσίες ανακύκλωσης" products of the group "Recovery services"
αγαθά για οικονομικές δυνατότητες μισθωτών wage goods
αγαθά εκτός από μεταφορικά μέσα except in the case of transport equipment