DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Labor law (3683 entries)
άδεια leave
άδεια για ανεύρεση άλλης απασχόλησης από τον απολυόμενο μισθωτό time off to look for new employment
άδεια εργαζομένων σπουδαστών leave for working students
άδεια πατρότητας paternal leave
άδεια προς εργασία permit to work
άδεια προσωπική και μη μεταβιβάσιμη personal and non-transferable authorization
αδιάβροχη ποδιά waterproof apron
αδιάβροχο oilskin
αδιάβροχο καπέλο rain hat
αδιάβροχο καπέλο sou'wester
αδιάβροχο καπέλο southwester
αδιάκοπη τάση αύξησης της ανεργίας trend rise in unemployment
αδικαιολόγητη απουσία unauthorised absence
αδυναμία παροχής της εργασίας impossibility of performance
αεριζόμενη στολή ventilated suit
αεριζομένη στολή πτήσης air ventilated suit
αέριο που χρησιμοποιείται για υποκαπνισμό gas used for fumigation purposes
αέριο φουσκώματος gas used for inflation
αεροθαλαμική στολή πίεσης bladder pressure suit
αερόλυμα όπου η διασκορπισμένη ουσία είναι στερεό particulate aerosol