DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
B C D E F G H I J K L M N O P Q R S Š T U V W X Y Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Medical (11208 entries)
välitön myrkyllisyys οξεία τοξικότητα
välitön myrkyllisyys hengitysteiden kautta οξεία τοξικότητα διά της εισπνοής
välitön myrkyllisyys ihon kautta οξεία δερματική τοξικότητα
välitön myrkyllisyys ihon kautta οξεία τοξικότητα διά του δέρματος
välitön toksisuus οξεία τοξικότητα
välitön yliherkkyysreaktio υπερευαισθησία άμεσου τύπου
välittäjä ουσία που είναι υπεύθυνη
välittäjäaine νευροδιαβιβαστής
välittäjäaine ουσία που είναι υπεύθυνη
valittavissa oleva εκλεκτικός
valkosolu λευκοκύτταρα
valkosolu- λευκοκυτταρικός
valkosoluvasta-aine αντιλευκοκυτταρικά αντισώματα
valkuaisen ja energian suhde σχέση ενέργειας-πρωτεϊνης
vallitseva επικρατών
vallitsevasti periytyvä sairaus μετάδοση νόσου με επικρατούντα χαρακτήρα
vallitsevasti periytyvä sairaus νόσος που μεταδίδεται κατά τον επικρατούντα χαρακτήρα
vallitsevasti siirtyvä tauti νόσος που μεταδίδεται κατά τον επικρατούντα χαρακτήρα
vallitsevasti siirtyvä tauti μετάδοση νόσου με επικρατούντα χαρακτήρα
valmentaa εκπαιδεύω άλογο