DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Environment (14343 entries)
uuselintarvike νέα τρόφιμα
uusi elintarvike νέα τρόφιμα
uusi iso kiinteä lähde νέα μεγάλη σταθερή πηγή
uusi kaupunki νεόδμητη (νεοσύστατη) πόλη
uusi keksintö tai tapa καινοτομία
uusi laitos νέα εγκατάσταση
uusi materiaali νέο υλικό
uusi modulaarinen vedenkäsittelyjärjestelmä, jossa yhdistetään auringon foto-oksidaatio ja ilman ionisaatio Καινοτόμο σύστημα καθαρισμού του ύδατος μέσω της διαδοχικής επεξεργασίας του με ηλιακή φωτοοξείδωση και ιονισμό του αέρα
uusi osallistuja νεοεισερχόμενος
uusi teknologia νέα τεχνολογία
uusi yhteisö νεοπαγής κοινότητα
uusimistuotanto αναπαραγωγή
uusiutumattomat energiavarat μη ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι
uusiutumattomat luonnonvarat μη ανανεώσιμοι πόροι
uusiutuva energia ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές
uusiutuva energialähde ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές
uusiutuva energialähde ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
uusiutuva energialähde ανανεώσιμη ενέργεια
uusiutuva energianlähde ανανεώσιμη πηγή ενέργειας
uusiutuva luonnonvara ανανεώσιμος φυσικός πόρος