DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A E H I J K L M N O P R S T U V Y   <<  >>
Terms for subject Business (294 entries)
kansainvälisiä tilinpäätös- ja raportointistandardeja käsittelevä hallitustenvälinen asiantuntijaryhmä Διακυβερνητική Ομάδα εμπειρογνωμόνων των ΗΕ για τους διεθνείς κανόνες λογιστικής και κατάρτισης εκθέσεων
käyttölupa άδεια χρήσης σήματος
käyvän arvon soveltaminen tilinpitoon λογιστική της εύλογης αξίας
käyvän arvon soveltaminen tilinpitoon αποτίμηση με την εύλογη αξία
käyvän arvon soveltaminen tilinpitoon λογιστική αποτίμησης στην εύλογη αξία
kertyneiden poistojen määrä συγκεντρωτικό κονδύλι των διορθώσεων αξιών
kiinteä kapasiteetti αμετάβλητη δυναμικότητα
kiinteä kapasiteetti εξασφαλισμένη δυναμικότητα
kiinteä omaisuus ακίνητες αξίες
kilpaileva kapasiteetti ανταγωνιστικές δυναμικότητες
kilpaileva yritys διαγωνιζόμενος εργολήπτης
kilpailukykyinen teollisuus ανταγωνιστική βιομηχανία
kommandiittiosakeyhtiö ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία
konkurssipesän hoitaja σύνδικος
konsolidoidut rahastot ενοποιημένα αποθεματικά
konsolidointi ενοποίηση των λογαριασμών
konsolidoitavat yritykset το σύνολο των υποκειμένων σε ενοποίηση επιχειρήσεων
konsolidoitu nettoliikevaihto ενοποιημένος κύκλος εργασιών
konsolidoitu toimintakertomus ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης
korjaus προσθήκη των διορθώσεων