Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Finnish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
Š
T
U
V
W X
Y
Z Ž Å
Ä
Ö
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(961 entries)
työhuone
αίθουσα εργασίας
työkeskus
προστατευόμενο εργαστήριο
työkeskus
εργαστήριο για άτομα με ειδικές ανάγκες
työllistämissitoumus
δέσμευση απασχόλησης
työlupa
άδεια προς εργασία
työmarkkinapalvelujen paikallistoimisto
Τοπικό γραφείο της Υπηρεσίας Αγοράς Εργασίας
työmarkkinatilanne
κατάσταση της αγοράς εργασίας
työmarkkinoille kiinnittyminen
διασύνδεση με την αγορά εργασίας
työmarkkinoilta syrjäytyneet henkilöt
άτομα που αποκλείονται από την αγορά εργασίας
työmatka
επαγγελματική διαδρομή
työmatkaliikenne
κίνηση προς και από τον τόπο εργασίας
työmomentti
στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας
työn apuväline
βοηθός
työn ja työvoiman maakunnallinen yksikkö
Νομαρχιακή Διεύθυνση Εργασίας και Εργατικού Δυναμικού
työn jakaminen
επιμερισμός θέσης εργασίας
työn joustavuus
ευελιξία της απασχόλησης
työn kulku
πρόοδος της εργασίας
työn kuvaus
καθορισμός του συγκεκριμένου έργου
työn muotoilu
σχεδιασμός της θέσης εργασίας
työn piirre
διάσταση έργου
Get short URL