DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
B C D E F G H I J K L M N O PR S Š T U V WY Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Law (10609 entries)
lyhytaikaisessa työsuhteessa olevien työntekijäin eläkelaki νόμος περί συντάξεων εκτάκτων εργαζομένων
Lyhytaikaisissa työsuhteissa olevien työntekijäin eläkelaki νόμος περί συντάξεων εκτάκτων εργαζομένων
lyhytaikaista oleskelua varten myönnettävä viisumi θεώρηση βραχείας διαμονής
lyhytaikaista oleskelua varten myönnettävä viisumi θεώρηση για διαμονή βραχείας διάρκειας
lyhytaikaista oleskelua varten myönnettävä viisumi θεώρηση τύπου C
lykätä αναβάλλω
lykätä päätöksen tekemistä αναστέλλω την ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία
lykätä palvelukseenastumista έχω αναβολή από το στρατό
lykkäävä ehto αναβλητική αίρεση
lykkäävä ehto προϋπόθεση ισχύος όρου σύμβασης
lykkäävä toimenpide μέτρο αναστολής
lykkäävä toimi παρελκυστική τακτική
lykkäysehto ανασταλτική ρήτρα
maa έδρα της Π.Τ.Ε
maa-alue εδαφική επικράτεια
maa-alueen jako tonttimaahan ja katuihin χωρισμός έκτασης σε οικόπεδα,οδούς κ.λπ.
maa-alueen merenalainen jatke υποθαλάσσια προέκταση της χερσαίας μάζας
maahan saapuneen ulkomaalaisen ilmoittautuminen δήλωση εισόδου
maahanmuuttaja εισερχόμενος μετανάστης
maahanmuutto εισερχόμενη μετανάστευση