DictionaryForumContacts

   Finnish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S Š T U V W X Y Z Ž Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Metallurgy (6661 entries)
esikuumennusvoima δύναμη προθερμάνσεως
esilävistin εργαλείο διατμητικής προδιάτρησης
esiporaaminen διάτρηση εκχόνδρισης
esiporaaminen προδιάτρηση
esipuhdistaja τεχνίτης αφαίρεσης άμμου
esipuristusvoima αρχική δύναμη
esitaontakaiverrus προαποτύπωμα
estynyt kutistuminen παρεμποδισμένη συστολή
etäisyys koekappaleen sammutetusta päästä απόσταση από το βαμμένο άκρο του δοκιμίου
Euroopan yhteisön ja Ukrainan hallituksen sopimus tiettyjen terästuotteiden kaupasta Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Ουκρανίας για το εμπόριο ορισμένων προϊόντων χάλυβα
eutektikumi ευτηκτικό σημείο
eutektinen karbidi ευτηκτικό καρβίδιο
eutektinen liitos ευτεκτικός δεσμός
eutektinen muutos ευτηκτική αντίδραση
eutektinen reaktio ευτηκτική αντίδραση
eutektinen seos ευτηκτικό σημείο
eutektinen tihkuminen ευτηκτική εξίδρωση
eutektinen valurauta ευτηκτικός σίδηρος
eutektometri όργανο θερμοκρασιακής ανάλυσης
faasimuutosalue κρίσιμη περιοχή