DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Chemistry (8211 entries)
yksipesämuotti καλούπι μίας κοιλότητας
yksipuolinen päällyste επίχριση μίας στρώσης
yksipuolinen pinnoite επίχριση μίας στρώσης
yksiruuviekstruuderi εξωθητής με ένα κοχλία
yksiruuviekstruuderi μονοκόχλιος εξτρούντερ
yksiruuviekstruuderi μονοκόχλιος εξωθητής
yksisuuntainen kangas μονοκατευθυντική πλέξη
yksisuuntainen kangas μονοκατευθυντική ύφανση
yksittäiskäyttöinen puristin αυτόνομη πρέσα
yksittäistyydyttymätön rasvahappo μονοακόρεστο λιπαρό οξύ
yksivaihemenetelmä διόγκωση μίας φάσης
ylämuotti εξάρτημα τροφοδοσίας θετικού καλουπιού
ylämuotti εξάρτημα τροφοδοσίας αρσενικού καλουπιού
yläsyöttö τροφοδοσία από πάνω
yleinen pitoisuusraja γενικό όριο συγκέντρωσης
yleiskemikaali βασική χημική ουσία
yleissopimus muovailtavien räjähteiden merkitsemisestä tunnistamista varten Σύµβαση για τη σήµανση πλαστικών εκρηκτικών µε σκοπό τον εντοπισµό τους
yleissopimus, joka koskee työturvallisuutta kemikaaleja käytettäessä Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία
yleissopimus, joka koskee työturvallisuutta kemikaaleja käytettäessä Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασία
yliannoskanava σχισμή διαφυγής πλεονάζοντος υλικού