DictionaryForumContacts

   
A B C D E F H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Insurance (1122 entries)
sairauspäiväraha παροχές ασθένειας
sairauspäiväraha καθημερινό επίδομα
sairauspäiväraha επίδομα ασθένειας
sairausvakuutuksen yläraja ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον κλάδο ασθένειας
sairausvakuutus, joka kattaa kaikki riskit ασφάλιση ασθενείας που καλύπτει όλους τους κινδύνους
satamariskivakuutus ασφάλιση κινδύνων λιμένος
satamasta satamaan από λιμάνι σε λιμάνι
sekaluotto μικτή πίστωση
sidoksissa oleva vakuutusedustaja συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής
sidottu avustusrahoitus συνδεδεμένη χρηματοδοτική βοήθεια
siirrot tulevaa jakoa odottaviin varoihin tai odottavista varoista μεταφορές προς και από το Ταμείο για μελλοντικές επιχορηγήσεις; αυξομειώσεις του κεφαλαίου προς μελλοντική διάθεση
sijoitukset sellaisten henkivakuutuksenottajien hyväksi, jotka kantavat sijoitusriskin επενδύσεις υπερ κατόχων ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής οι οποίοι υπόκεινται στον επενδυτικό κίνδυνο
sironnut valo σκεδαζόμενο φως
sironnut valo σκέδαση φωτός
sisaraluslauseke ρήτρα "αδελφού" πλοίου
sitomaton avustusluotto μη συνδεδεμένη βοήθεια
sitoumuksen rikkominen παραβίαση ενός υποχρεωτικού όρου
sitova valtuutus εξουσιοδότηση σε πράκτορα για ανάληψη κινδύνων
sitova velvoite δεσμευτική υποχρέωση' δεσμευτική ανάληψη υποχρέωσης
solvenssimarginaali περιθώριο φερεγγυότητας