DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Chemistry (8211 entries)
paineen muodostuminen εφαρμογή πίεσης
paineilmanestepumppu δοχείο πιέσεως
paineistettu taitolentosäiliö δεξαμενή αρνητικών επιταχύνσεων
paineistettu taitolentosäiliö επανατάκτης καυσίμου
painekupu ελεύθερη κεφαλή εμφύσησης
paineöljy παχύρευστο έλαιο
paineöljy τυπογραφικό έλαιο
painesäiliö υπό πίεση δοχείο
painesäiliö δοχείο υπό πίεση
painesäiliö πιεστικό δοχείο
Painesäiliö: Ei saa puhkaista tai polttaa edes tyhjänä. Περιέκτης υπό πίεση. Να μην τρυπηθεί ή καεί ακόμη και μετά τη χρήση.
painetäyttö πλήρωση καυσίμου με πίεση
painin άνω έμβολο
painoanalyysi σταθμομετρικός προσδιορισμός
painoanalyysi σταθμική ανάλυση
painoanalyysi σταθμομετρία
painokoristelu διακοσμώ με εκτύπωση
painokoristelu διακοσμώ με στάμπα
painokoristelu εκτυπώνω
paisuntakaari αντισταθμιστικός βρόχος