DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V Y   <<  >>
Terms for subject Energy industry (1199 entries)
öljyvarasto εφεδρεία αποθέματος πετρελαίου
öljyvarasto εφεδρικό απόθεμα πετρελαίου
oma energiantuotanto ίδια παραγωγή ενέργειας
omavarainen tuottaja αυτοπαραγωγός
omavarainen tuottaja αυτόνομος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας
orimulsion Orimulsion
osa τομέας
osittain tunneloitu tuuliturbiini αεροκινητήρας με μερικό δακτύλιο διάχυσης
ostoenergia αποδιδόμενη ενέργεια
päämaadoituskisko κύριος ακροδέκτης γείωσης
päämaadoitusliitin κύριος ακροδέκτης γείωσης
päättymis- tai tarkistuslauseke ρήτρα λήξης ισχύος
paineen alenema πτώση πíεσης
paineistettu maakaasu πεπιεσμένο φυσικό αέριο
painovoimainen kierto κυκλοφορία δια της βαρύτητας
paristo πρωτογενές στοιχείο
Passivhaus-standardi πρότυπο παθητικής κατοικίας
pätöenergiamittari μετρητής ενεργού τιμής κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματος
pätöenergiamittari μετρητής κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματος
pelkistysuuni κάμινος αμέσου αναγωγής