DictionaryForumContacts

   
B D E H I J K L M N O P R S T U V Y Ä   <<  >>
Terms for subject Labor law (961 entries)
kausityöntekijä εποχιακά εργαζόμενος
kausityöntekijä εποχιακός εργάτης
kausityöntekijä εποχικά απασχολούμενος
kausityöttömyys εποχιακή ανεργία
käyttäjä χειριστής
kellokortti κάρτα ελέγχου εργασίας
keskipakoisnäytteenottolaite δειγματολήπτης με επιλογέα-ταξινομητή τύπου κυκλώνα
keskipakoisnäytteenottolaite δειγματολήπτης τύπου κυκλώνα
keskipakoisnäytteenottolaite όργανο δειγματοληψίας τύπου κυκλώνα
kiinteä työaika εργασία με σταθερό ωράριο
kilogrammametri χιλιογραμμόμετρο
kilpi σήμανση ασφαλείας
kipinöimätön työkalu όργανο για προστασία από σπινθήρες
kokopainepuku στολή πλήρους πιέσεως
kokopäivätyö εργασία πλήρους απασχόληση
kolmivuorotyö εργασία σε τρεις βάρδιες
kompetenssi ικανότητα
kompetenssianalyysi ανάλυση της εξειδίκευσης
koneellistettu työ μηχανοποιημένη εργασία
koneen toimintaan kytketty suojus προστατευτική συσκευή τύπου "σύρτης"