DictionaryForumContacts

   
A B C D E F H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Insurance (1122 entries)
jälleenvakuutuksenottaja εκχωρήτρια εταιρία
jälleenvakuutusalan kytkösyritys εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση
jälleenvakuutusmaksu αντασφάλιστρο
jälleenvakuutussopimus αντασφαλιστική σύμβαση
jälleenvakuutussopimus συμβόλαιο αντασφάλισης
jäsenvaltio, jossa riski sijaitsee κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο κίνδυνος
jäsenvaltio,jossa sivukonttori sijaitsee κράτος μέλος υποκαταστήματος
jatkettava kuolemanvaravakuutus ανανεούμενη απλή ασφάλιση
jatkovakuutusmahdollisuus δυνατότητα μετατροπής
julkinen kehityslahjoitus δωρεάν κρατική αναπτυξιακή βοήθεια
julkinen kehityslaina δάνειο κρατικής αναπτυξιακής βοήθειας
julkinen ostaja αγοραστής του δημόσιου τομέα; αγοραστής ο οποίος είναι δημόσιος φορέας
kaikki riskit kattava sairausvakuutus ασφάλιση ασθενείας που καλύπτει όλους τους κινδύνους
kaksoisarvoehto ρήτρα διπλής αποτίμησης
kalanviljelyvakuutus ασφάλιση ιχθυοκαλλιέργειας
kalvo αεροστεγές πώμα
Kansainvälinen kauppakamari Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο
kansallinen toimisto εθνικό γραφείο ασφαλίσεως
kansallinen vakuutuksenantajien toimisto εθνικό γραφείο ασφαλίσεως
kaskoetuus το έννομο συμφέρον του πλοίου