DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Commerce (928 entries)
julkisen moraalin, yleisen järjestyksen tai turvallisuuden kannalta για λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας
julkisia hankintoja käsittelevä sidosryhmien edustajista koostuva asiantuntijaryhmä ομάδα εμπειρογνωμόνων των ενδιαφερομένων κύκλων σε θέματα δημοσίων συμβάσεων
kääre συσκευασία; πρώτη συσκευασία
Kaasupullo Οβίδια αερίων
kaksinkertaisen tarkkailun järjestelmä σύστημα διπλού ελέγχου
kaksisuuntainen pysyvä puhelinlinja "ανοικτή" τηλεφωνική γραμμή δικαιοπαρόχου-καταναλωτών
kalafilee φιλέτο, φιλέτο ψαριού
kalustepeitteinen laite εντοιχιζόμενη συσκευή
Kansainvälinen kauppajärjestö Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου
kansainvälinen sopimus tavaranäytteiden ja mainosaineiston maahantuonnin helpottamisesta Διεθνής Σύμβαση " περί διευκολύνσεως της εισαγωγής εμπορικών δειγμάτων και διαφημιστικού υλικού"
Kansainvälinen tinaneuvosto Διεθνές Συμβούλιο Κασσιτέρου; Διεθνές Συμβούλιο Κασσίτερου
Kansainvälinen trooppisen puun järjestö Διεθνής Οργανισμός Τροπικής Ξυλείας; Διεθνής Οργανισμός για την τροπική ξυλεία
kansallisen kohtelun instrumentti μέσο εθνικής μεταχείρισης; πράξη εθνικής μεταχείρισης
Kanyyli Σωληνίσκος
karanteeni απομόνωση
karanteeni κάθαρση
karanteeni καραντίνα
karanteeni λοιμοκαθαρτήριο
käsikirja εγχειρίδιο οδηγιών
kasvirohdosvalmistekomitea Επιτροπή φαρμάκων φυτικής προέλευσης