DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Æ   <<  >>
Terms for subject General (6105 entries)
økologisk οικολογικός
økonom οικονομολόγος
økonomisk οικονομικός
oktober οκτώβριος
øl νήσος
øl μπύρα
oldefar παππούς
oldemor γιαγιά
olivenolje ελαιόλαδο
oljepenger χρήματα του πετρελαίου
oljepris τιμή του πετρελαίου
oljeselskap εταιρία πετρελαίου
om όσον αφορά
øm ευπαθές
ombord επί του σκάφους
ombygging μεταβολή
omdømme ντροπιάζω
omfatte συμπεριλαμβάνω
omfattende εκτενής
omfattende περιεκτικός