Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ä Ö
Ü
ß
<<
>>
Terms for subject
Commerce
(1520 entries)
Alleinbelieferungsrecht
αποκλειστική προμήθεια
Alleinvertriebshändler
αποκλειστικός διανομέας
Alleinvertriebsverpflichtung
υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας
allgemeine Gruppenfreistellungsverordnung
γενικός κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία
allgemeine Produktsicherheit
γενική ασφάλεια των προϊόντων
Allgemeiner Rat der WTO
Γενικό Συμβούλιο του ΠΟΕ
amerikanische Handelsbeauftragte
Αντιπρόσωπος για το εμπόριο των ΗΠΑ
amerikanischer Handelsbeauftragter
Αντιπρόσωπος για το εμπόριο των ΗΠΑ
andere öffentliche Mittel
άλλες χρηματοδοτικές ροές από το δημόσιο τομέα; άλλα χρηματοδοτικά ρεύματα από το δημόσιο τομέα; άλλες δημόσιες
(συν)
anerkannter Händler
εξουσιοδοτημένος διανομέας
anfängliche Investition des Franchisenehmers
αρχική επένδυση του δικαιοδόχου
anfängliche Investition in Industriefranchising
αρχική επένδυση σε σύστημα ενοποιημένης βιομηχανικής παρουσίας
Anflugkontrolldienst
εξυπηρέτηση ελέγχου προσέγγισης
Anflugkontrolldienst
υπηρεσία ελέγχου προσέγγισης
Anflugkontrolle
έλεγχος προσέγγισης
Angabe der Mindesthaltbarkeitsfrist
ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας
Angabe der Mindesthaltbarkeitsfrist
ημερομηνία της ελάχιστης διάρκειας διατήρησης
Angebotsabsprache
συμπαιγνία στην υποβολή προσφορών σε δημοπρασία
Angebotsabsprache
υποβολή προσυνεννοημένων προσφορών
Angebotsabsprache
νόθευση διαγωνισμών
Get short URL