Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
Waage
πλάστιγγα
waagerechtes Kehlnahtschweissen
οριζόντια συγκόλληση
waagerechtes Schweissen an senkrechter Wand
οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα
waagerechtes Stumpfnahtschweissen
μετωπική συγκόλληση οριζοντίας διάταξης
Wachsmatrize fuer Vervielfaeltigungsapparate
μεμβράνη επιστρωμένη με στρώμα κεριού για πολύγραφους
Wachsmatrize fuer Vervielfaeltigungsapparate
μεμβράνη
στένσιλ
πολυγράφου
Wachstampon
εμφρακτικό βύσμα από κερί
Wachstampon
μπαλάκι από κερί
Wachstumspol
πόλος ανάπτυξης
Wachstumsrate "ohne Gemeinschaftszuschüsse"
ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης "εκτός κοινοτικών συνδρομών"
Wachstumsregulator
ρυθμιστής αύξησης; ρυθμιστής της αύξησης των φυτών
Wachstumssektor
τομέας ανάπτυξης
Wackelgelenk
αμφιάρθρωση
Waegeeinrichtung
μονάδα ζυγίσεως
Waehleinrichtung
διάταξη επιλογής
Waehlerschaft
εκλεκτορικό σώμα
waehrend der Ausuebung und nach Ablauf ihrer Amtstaetigkeit
κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής
waehrend des Normalbetriebes der Anlage unzugaengliche Zone
περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως
waehrend zweier aufeinanderfolgender Jahre
κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών
Waehrung eines Landes
νόμισμα μιας χώρας
Get short URL