Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
R10
Ρ10
R10
εύφλεκτο
R12
Ρ12
R12
εξόχως εύφλεκτο
R13
Ρ13
R13
εξόχως εύφλεκτο υγροποιημένο αέριο
R14
Ρ14
R14
αντιδρά βίαια με νερό
R14/15
Ρ14/15
R14/15
αντιδρά βιαίως σε επαφή με το ύδωρ εκλύοντας αέρια λίαν ευανάφλεκτα
R15
Ρ15
R15
σε επαφή με νερό ελευθερώνονται πολύ εύφλεκτα αέρια
R15/29
Ρ15/29
R15/29
σε επαφή με νερό ελυθερώνονται τοξικά,λίαν εύφλεκτα αέρια
R16
Ρ16
R16
εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
R17
Ρ17
R17
αυτοαναφλέγεται στον αέρα
R18
Ρ18
R18
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα
Get short URL