Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
nachnahmebohrer
τρυπάνι διεύρυνσης
nachraeumen
επαναδιάτρηση
nachrangige Verbindlichkeit
στοιχεία του παθητικού μειωμένης εξασφάλισης
nachrangiges Darlehenskapital
δάνεια μειωμένης εξασφάλισης ; κεφάλαιο δανείων μειωμένης εξασφάλισης
Nachrichten- und Sicherheitsdienst
Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και Προστασίας
Nachrichtenabteilung
τμήμα "πληροφοριών"
Nachrichtenbewertung
αξιολόγηση συλλεγόμενων πληροφοριών
nachrichtendienstliche Erkenntnisse
πληροφορίες
nachrichtendienstliche Kapazität
δομή πληροφοριών
Nachrichtengewinnung, Überwachung, Zielaufklärung und Aufklärung
πληροφορίες, επιτήρηση, πρόσκτηση στόχου και αναγνώριση
Nachrichtenmittel,das Schriftspuren hinterläßt
μέσο που αφήνει γραπτά ίχνη
Nachrichtenwesen
πληροφορίες
Nachrüstung
επανεξισορρόπηση των εξοπλισμών
Nachschweissung
επανασυγκόλληση
Nachspeisesystem
σύστημα συμπληρώσεως
Nachspeisung bei Undichtigkeiten
αντιστάθμιση διαρροών
Nachspeisung bei Undichtigkeiten
διατήρηση πίεσης
Nacht
νύχτα
Nachtrag
επισυμφωνητικό
Nachtrag
τροποποιητική πράξη μιας σύμβασης
Get short URL