Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
D2O-Erstausstattung
αρχική περιεχομένη ποσότης D2O
D2O-Erstausstattung
αρχική περιεχομένη ποσότης βαρέος ύδατος
D2O-Erstausstattung
αρχικό απόθεμα D2O
D2O-Erstausstattung
αρχικό απόθεμα βαρέος ύδατος
Dachhaubenabsaugung
χοάνη αναρρόφησης οροφής
Dachhaubenabsaugung
αναρρόφηση από πλευρική χοάνη
Daempfer fuer Oberbekleidung
συσκευή ραντισμού εξωτερικών ενδυμάτων
Daempfpuppe
poupée ατμού
Daktyloskopie
λοφοσκόπηση; λοφοσκοπία
Daktyloskopie im weiteren Sinn
λοφοσκόπηση; λοφοσκοπία
daktyloskopische Spuren
λοφοσκοπικά δεδομένα
Damenprogramm
πρόγραμμα συνοδών των προσκεκλημένων
Dämmstoff,Isolierung
μονωτικό
Dämmungswert
απώλειες μετάδοσης ήχου
Dämmzahl
απώλειες μετάδοσης ήχου
Dampf deutlich schwerer als Luft
ο ατμός είναι βαρύτερος από τον αέρα
Dampf mischt sich leicht mit Luft
ο ατμός αναμειγνύεται καλά με τον αέρα,εύκολα σχηματίζονται εκρηκτικά μείγματα
Dampf zur Inhalation
Εισπνεόμενοι ατμοί
Dampf-Notabblasesystem
σύστημα εκτονώσεως ατμού σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης
Dampf/Luft-Gemisch
μίγμα ατμών-αέρα
Get short URL