DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S TV W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Law (20234 entries)
Zeit geringer Auslastung der Arbeitskräfte νεκρή περίοδος
Zeit je Einheit απαιτούμενος χρόνος εργασίας για την παραγωγή της μονάδας προϊόντος
Zeit je Fertigungseinheit απαιτούμενος χρόνος εργασίας για την παραγωγή της μονάδας προϊόντος
Zeitangestellter αναπληρωτής υπάλληλος
zeitanteilig κατά χρονική αναλογία
Zeitarbeiter εργάτης υπό δανεισμό
Zeitarbeiter χρονικά αμοιβόμενος εργάτης
Zeitarbeiter εργάτης αμοιβόμενος με την ώρα
Zeitarbeiter εργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης
Zeitarbeitskraefte εργατικό δυναμικό για ευκαιριακή απασχόληση
Zeitarbeitsplatz πρόσκαιρη θέση εργασίας
Zeitarbeitsvertrag σύμβαση ευκαιριακής εργασίας
Zeitarbeitsvertrag σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
Zeitarbeitsvertrag σύμβαση προσωρινής απασχόλησης
Zeitaufnahme χρονομέτρηση
Zeitaufnahmebogen χρονομέτρηση
Zeitbeschäftigung πρόσκαιρη απασχόληση
Zeitdiebstahl κλοπή χρόνου μηχανής
zeitgebundenes Konkurrenzverbot απαγόρευση επαναλειτουργίας
zeitige Freiheitsstrafe προσωρινή στερητική ποινή της ελευθερίας