DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Statistics (8594 entries)
wirksame Dosis50 διάμεσος αποτελεσματικής δόσης
Wirkungsindex δείκτης της απάντησης
Wirkungsveränderliche ανεξάρτητη μεταβλητή
Wirkungsveränderliche ερμηνευτική μεταβλητή
Wirkungsveränderliche προβλέπουσα
wirtschaftliche Betriebsgröße οικονομικό μέγεθος
Wirtschaftstätigkeit επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας
Wishart-Verteilung κατανομή Wishart
Wishartsche Modalanalyse μοντάλ ανάλυση Wishart του
Wochenkoeffizient εβδομαδιαία παράμετρος
wöchentliche Zunahme εβδομαδιαία αύξηση βάρους
Wochenzuwachs εβδομαδιαία αύξηση βάρους
Wohlfahrtsverbände φιλανθρωπικά ιδρύματα
Wohnbevölkerung μόνιμος πληθυσμός
Wohngeld στεγαστικό επίδομα
Wohngeld επίδομα κατοικίας
Wohngeld επίδομα στέγης
Wohnraumbewirtschaftung έλεγχος στη διανομή κατοικιών
Wohnungsart τύπος κατοικίας
Wohnungsbeihilfe στεγαστικό επίδομα