DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T V W X Z Ü   <<  >>
Terms for subject Forestry (3360 entries)
Forstpflanze δασικό φυτό
Forstpflug δασικό άροτρο
Forstplanung δασικός προγραμματισμός
Forstpraxis δασική πρακτική
Forstproduktion δασική παραγωγή
Forstrevier δασική περιφέρεια
Forstsamen σπόρος δάσους
Forstschule δασική σχολή
Forstschule δασολογική σχολή
Forststudent φοιτητής Δασολογίας
Forsttechniker δασοτεχνίτης
forsttypische Flechten λειχήνες δάσους
Forstverwaltung δασική περιφέρεια
Forstverwaltung δασικό συμβούλιο
Forstwirt δασικός υπάλληλος
Forstwirt ειδικευμένος δασεργάτης
Forstwirtschaft διαχείριση Δασών
Forstwirtschaftsmeister ειδικευμένος δασεργάτης
Forwarderfahrer χειριστής μηχανήματος μετατόπισης ξυλείας
Frachtvertrag σύμβαση μεταφοράς