DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
Einsatzumfeld επιχειρησιακό περιβάλλον
Einsatzunterstützung υποστήριξη αποστολής
einsatzvorbereitende Ausbildung εκπαίδευση πριν από την ανάπτυξη
Einsatzzentrale κέντρο επιχειρήσεων
Einsäuern ενσίρωση
Einsäuerung ενσίρωση
Einschaltgeschwindigkeit ταχύτητα εισόδου
Einschlackenverfahren μέθοδος απλής σκωρίασης
einschliessender Endspiegel τερματικοί καθρέπτες περικλεισμένου χώρου
einschliesslich der Stimme des Vertreters συμπεριλαμβανομένης της ψήφου του αντιπροσώπου
Einschluss περικάλυμμα εγκλεισμού
Einschluss in Druckgaszylinder εγκλωβισμός σε κυλίνδρους υπό μορφή πεπιεσμένου αερίου
Einschmelzen λυώσιμο
Einschmelzen ρευστοποίηση
Einschmelzleistung απαιτούμενη ισχύς για τη ρευστοποίηση
Einschmelzschlacke πρωτογενής σκωρία
Einschmelzschlacke σκωρία τήξεως
Einschmelzzeit χρόνος ρευστοποίησης
einschraenkungsvereinbarung συμφωνία διαμοιρασμού
einschränken καταστέλλω