DictionaryForumContacts

   German Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Environment (17443 entries)
Vorrat απόθεμα [εμπόριο]
Vorratsbehälter σάκος
Vorrichtung für Zündung aus der Luft αεροαναφλεκτήρας
Vorrichtung für Zündung aus der Luft μηχανισμός εναέριας ανάφλεξης
Vorrichtung zur staendigen Probenahme von atmosphaerischen Staeuben auf einem Festfilter διάταξη εφοδιασμένη με φίλτρο για τη συνεχή δειγματοληψία του ατμοσφαιρικού κονιορτού
vorsätzliche Brandstiftung εμπρησμός
Vorsätzliche Verschmutzung εσκεμμένη ρύπανση
Vorschrift παραγραφή
Vorschrift ρύθμιση
Vorsorgekonzept προληπτική προσέγγιση
Vorsorgeprinzip πηγή (λόγος) ανησυχίας
Vorsorgeprinzip ...προκαλεί (γεννά) ανησυχία
Vorsorgeprinzip αρχή της προφύλαξης
Vorsorgeprinzip πηγή (λόγος) ανησυχίας/...προκαλεί (γεννά) ανησυχία
Vorsorgeprinzip Η αρχή της προφύλαξης
Vorsteppe προστεπική λόχμη
Vorübergehende Unterkunft προσωρινή στέγαση
Vorverfahren προκαταρκτική διαδικασία
Vorzerkleinerung προκαταρκτικός θρυμματισμός
Vulkan ηφαίστειο