DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T V W Y Z Ü   <<  >>
Terms for subject Economy (14916 entries)
Sahel Σαχέλ
Saisonarbeit εποχιακή εργασία
Saisonarbeiter εποχικός εργαζόμενος
Saisonarbeitskräfte εποχιακό εργατικό δυναμικό
Saisonarbeitslosigkeit εποχική ανεργία
saisonbedingter Überschuss εποχικό πλεόνασμα
saisonbereinigt διόρθωση των εποχικών διακυμάνσεων' εποχική προσαρμογή
Saisonwanderung εποχική μετανάστευση
Salaj Sălaj
Salden der Konten der Produktionsbereiche oder der Sektoren εξισωτικά μεγέθη των λογαριασμών των κλάδων ή των λογαριασμών των τομέων
Salden von Interbankgeschäften διατραπεζικά υπόλοιπα
saldierte Veränderung der Guthaben an SZR υπόλοιπο των ροών που αφορούν απαιτήσεις σε μορφή ΕΤΔ
Saldierung καθάρισμα
Saldo aus Erwerb und Veräuβerung καθαρό υπόλοιπο ανάμεσα σε αγορές και πωλήσεις
Saldo der amtlichen Verrechnungen υπόλοιπο των επισήμων διακανονισμών
Saldo der Faktoreinkommen εισόδημα συντελεστών παραγωγής προερχόμενο από τον υπόλοιπο κόσμο
Saldo der Faktoreinkommen zwischen In-und Ausland καθαρά έσοδα από συντελεστές παραγωγής εξωτερικού
Saldo der laufenden Außentransaktionen τρέχον εξωτερικό ισοζύγιο
Saldo der laufenden Posten υπόλοιπο τρεχουσών συναλλαγών
Saldo der laufenden Rechnung υπόλοιπο τρεχουσών συναλλαγών