DictionaryForumContacts

   
A BD E F G H I J K L M N O P Q R S TV W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Government, administration and public services (824 entries)
öffentliche Krankheitsfürsorge δημόσιο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης
öffentliche Meinungsäusserung δημόσια έκφραση γνώμης
öffentliche Verkehrsmittel δημόσια μεταφορικά μέσα
öffentliches Wahlamt auf Parlamentsebene αιρετά δημόσια αξιώματα σε κοινοβουλευτικό επίπεδο
ohne Rücksicht auf die Staatsangehörigkeit ανεξάρτητα από την ιθαγένεια
ohne Rücksicht auf Rasse, Glauben oder Geschlecht αδιακρίτως φυλής, θρησκευτικών πεποιθήσεων ή φύλου
ohne triftigen Grund ablehnen αποποιούμαι χωρίς βάσιμο λόγο
Ökonomierat οικονομολόγος
Ökonomierat im Eingangsamt κατώτερος οικονομολόγος
Ombudsmann διαμεσολαβητής
ordnungsgemäss festgestellt που έχει δεόντως διαπιστωθεί
Organe der Gemeinschaften Θεσμικά Οργανα των Κοινοτήτων
Ort der Einberufung τόπος πρόσληψης
örtliche Sektion τοπικό τμήμα
Paket mit steuerbegünstigten Waren δέμα αφορολόγητων ειδών
Paritätischer Ausschuss für die sozialen Massnahmen zugunsten der in ... beschäftigten Beamten und Bediensteten Επιτροπή Ισης Εκπροσώπησης για τις Κοινωνικές Δράσεις υπέρ των Υπαλλήλων που υπηρετούν σε...
Paritätischer Beurteilungsausschuss Επιτροπή Ισης Εκπροσώπησης για τις Εκθέσεις Κρίσης (του Προσωπικού)
Paritätsausgleich διαφορά ισοτιμίας συναλλάγματος
pauschaler Rückkaufwert κατ'αποκοπή ποσό της εξαγοράς; επιστραφέντα ποσά συνταξιοδοτικών εισφορών
Pauschalzulage πάγια αποζημίωση