DictionaryForumContacts

   
A BD E F G H I J K L M N O PR S TV W X Y Z Ä Ö Ü ß   <<  >>
Terms for subject Business (587 entries)
materielle Befugnisse εξουσίες από άποψη ουσιαστικού δικαίου
mehrstufige aufsteigende Preisauktion δημοπρασία αυξανόμενου ρολογιού
mehrstufige aufsteigende Preisauktion δημοπρασία αυξανόμενου τιμήματος
Meinungsmonopol μονοπώλιο γνώμης
Meldung von Missständen καταγγελία δυσλειτουργίας
Meldung von Missständen "κάρφωμα"
Minderheitsbeteiligung μειοψηφική συμμετοχή
mit Aktien oder Anteilen verbundene Rechte δικαιώματα που απορρέουν από τις μετοχές ή τα μερίδια
mit beschränkter Haftung περιορισμένης ευθύνης
mit der Abschlussprüfung beauftragte Person πρόσωπο υπεύθυνο (υπεύθυνος) για τον έλεγχο των λογαριασμών
mit der Pflichtprüfung der Rechnungslegungsunterlagen beauftragte Person πρόσωπο υπεύθυνο (υπεύθυνος) για τον έλεγχο των λογιστικών εγγράφων
mit der Prüfung (des Abschlusses) beauftragte Person πρόσωπο υπεύθυνο (υπεύθυνος) για τον έλεγχο των λογαριασμών
mit einem Gewinn oder einem Verlust abschliessen το αποτέλεσμα της (οικονομικής) χρήσεως είναι κέρδος ή ζημία
mit vereinbarter Laufzeit oder Kündigungsfrist προθεσμίας ή με προειδοποίηση
Molkerei γαλακτοκομείο
monistische Struktur μονιστική δομή' μονιστικό σύστημα
monistisches System μονιστική δομή' μονιστικό σύστημα
Nachmachung παραποίηση
nachrangige Vermögensgegenstände μειωμένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις του ενεργητικού
Nennbetrag oder, falls kein Nennbetrag vorhanden ist, ονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας (όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία)