Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
R
S
T
U
V
W
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Metallurgy
(6419 entries)
andningsmask
αναπνευστική μάσκα
ändplanfräsning
κατεργασία της όψης με φρέζα
ändplanfräsning
κατεργασία του άκρου με φρέζα
andreasenpipett
σιφώνιο του Andreasen
ändringar orsakade av förlängd belastning
δομικές τροποποιήσεις οι οποίες προκαλούνται από καταπόνηση μακράς διάρκειας
ändskär
ακμή στην άκρη
ändskär
δόντι στην άκρη
ändsträva
ακραία διαγώνιος
ångbehandling
μέθοδος δια πιέσεως ατμού
angivet karaktäristiskt värde
επιτρεπτή χαρακτηριστική τιμή
anläggningskraft
αρχική δύναμη
anlöpningshårdhet
σκληρότητα χάλυβα εξ επαναφοράς
anlöpningsresistensen och varmhårdheten förloras
κατ'αυτόν τον τρόπο ο χάλυβας χάνει την αντοχή σε επαναφορά και την σκληρότητα σε υπερθέρμανση
anlöpningstid
διάρκεια επαναφοράς
anlöpt och oljekylt
το οποίο αναθερμάνθηκε και ψύχθηκε απότομα μέσα σε λάδι
anodiserbeläggning
ανοδική επικάλυψη
anodisk film
επίστρωμα ανοδίωσης
anslagsplatta
πλάκα κρούσης
anslagsplatta
πλάκα ώθησης
anslagstid
χρόνος καθόδου κεφαλής
Get short URL