Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
K
L
M
N
O
P
R
S
T
U
V
Z
<<
>>
Terms for subject
Coal
(525 entries)
diamantborrning
γεώτρησις δι'αδαμάντων
dilatometer
μετρητής εκτάσεως
dilatometerprov
τρόπος μετρήσεως εκτάσεως
dräneringstunnel
διηθητική στοά
efterkylare
μεταψύκτης
EKSG under avveckling
ΕΚΑΧ υπό εκκαθάριση
EKSG:s rådgivande kommitté
Συμβουλευτική Επιτροπή ΕΚΑΧ
eldningskanal
αγωγός καυσαερίων
eldningskanal
θέρμανσις
elektrofilter
ηλεκτροστατικός καθαρισμός αερίου
elsprängkapsel
ηλεκτρικός πυροκροτητής με μαύρην πυρίτιδα
Europeiska kol- och stålgemenskapen
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα
exhauster
αναρροφητής αερίων
explosionsfarlig
παρουσιάζων κίνδυνο έκρηξης
fackelrör
σωλήν καύσεως υπολειμμάτων αερίου
fallprov
δοκιμή ευθραυστότητος
finsåll
συσκευή διαλογής οπτανθράκων μικρού μεγέθους
flykthalt
περιεκτικότης εις πτητικά
foderrörstång
κλείς σωληνώσεως
förbränningsrum
θερμαινόμενος τοίχος
Get short URL