DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Insurance (1314 entries)
återförsäkringsskydd αντασφαλιστική κάλυψη
återställande av pensionen επαναχορήγηση σύνταξης
återuppbyggnadsklausul μνημόνιο επαναφοράς
automatförsäkring ασφάλιση αυτόματων πωλητών
automatförsäkring ασφάλιση μηχανών αυτόματων πωλητών
avbrottsförsäkring ασφάλιση ποσοστού επί της ζημίας από πυρκαγιά
avbrottsrisk κίνδυνος διακοπής εργασιών
avdragspost συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που πληρώνει το υπερβάλλον ενός ορισμένου ποσού
avdunstningsskål εξατμιστήριο
åverkan κακόβουλη βλάβη
avgiven återförsäkring εκχώρηση αντασφάλισης
avräkningssaldo συμβατικό υπόλοιπο
avskjutningsstat πολιτεία στην οποία γίνεται η εκτόξευση κάποιου διαστημικού σκάφους
avtal om fördelning av skadebelopp συμφωνία δύο ασφαλιστικών εταιριών για το διακανονισμό ζημιών ασφαλισμένων τους
avtal om gemensamt haveri συμφωνία κοινής αβαρίας
avtalat försäkringsbelopp συμφωνία επιστροφής ασφαλίστρων
avvecklingsansvar φυσιολογική λήξη ευθύνης
avvecklingskonto φυσιολογική λήξη λογαριασμού
bailee-klausul ρήτρα θεματοφυλάκων
bärgarlön μετά την αποζημίωση η ασφαλιστική εταιρία αποκτά κυριότητα στο περιουσιακό στοιχείο που απομένει